που μπορούμε να ζητήσουμε από τον Θεό (αυτό που πραγματικά επιθυμεί κάθε άνθρωπος, ακόμη κι αν δεν το γνωρίζει), είναι ο ίδιος ο Θεός. «Η βασιλεία του Θεού είναι σαν ένας άνθρωπος που έμαθε ότι σε κάποιο χωράφι είναι θαμμένος ένας ανεκτίμητος θησαυρός», είπε ο Χριστός· «και τότε πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και αγόρασε εκείνο το συγκεκριμένο χωράφι. Είναι επίσης όπως ένας έμπορος μαργαριταριών, που ανακάλυψε σε μια αγορά ένα υπερπολύτιμο μαργαριτάρι· και τότε πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και το αγόρασε» (Ματθ. 13, 44-46).
Ο Θεός θεωρείται από τους χριστιανούς «η πηγή της ζωής και της αθανασίας», το «όντως εφετόν αγαθό», δηλ. το αγαθό που όντως επιθυμούν οι άνθρωποι (εφετόν = επιθυμητό, από το ρήμα εφίεμαι = επιθυμώ).
Αυτή η σύνδεση με τον Θεό δεν είναι θεωρητική, αλλά πραγματική, και μπορεί να φτάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε ο άνθρωπος «να είναι θεός σε όλα εκτός από τη θεϊκή ουσία», όπως γράφουν (λόγω της δικής τους εμπειρίας) οι άγιοι.
Φυσικά, αυτό είναι το ανώτατο στάδιο σύνδεσης με τον Θεό, η ένωση με Αυτόν, η «θέωση» του ανθρώπου, και εκείνοι που το επιτυγχάνουν είναι μεν αρκετές χιλιάδες σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά, σε σχέση με το σύνολο του ανθρώπινου πληθυσμού, είναι σχετικά λίγοι. Όμως, εκείνοι που έχουν προχωρήσει σε κάποιο βαθμό (άλλος μικρότερο, άλλος μεγαλύτερο) σε αυτόν τον δρόμο, είναι πάρα πολλοί, και αυτή ακριβώς είναι η πρόσκληση που απεύθυνε και απευθύνει διαρκώς ο Θεός, μέσω του Ιησού Χριστού και της Εκκλησίας, σε όλους τους ανθρώπους μαζί και σε κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως ξεχωριστά.
Γι’ αυτό, όσο περισσότερο προοδεύει σε αγιότητα ένας χριστιανός, τόσο λιγότερο ζητάει από τον Θεό βοήθεια στην τακτοποίηση των ζητημάτων αυτής εδώ της ζωής και τόσο περισσότερο ζητάει τον ίδιο τον Θεό, να έρθει μέσα του και να γίνει ένα μαζί του. Τόσο πολύ Τον επιθυμεί, ώστε αδιαφορεί για τα προβλήματα που συνήθως μας προκαλούν θλίψη ή απελπισία, αδιαφορεί π.χ. αν χάσει την εργασία του ή όλα του τα χρήματα, αδιαφορεί αν είναι ασθενής ή ανάπηρος, αν τον βρίζουν ή τον συκοφαντούν ή ακόμη κι αν μπει στη φυλακή, αδιαφορεί ακόμη κι αν χάσει τη ζωή του.
Δεν αδιαφορεί για τη ζωή, αντίθετα: αγαπά τη ζωή, αλλά θεωρεί αληθινή ζωή εκείνη, στην οποία συνυπάρχει με τον Θεό, και ξέρει ότι αυτή η συνύπαρξη, όταν επιτευχθεί, βέβαια μπορεί να χαθεί αν ο άνθρωπος τη διώξει από μέσα του, αλλά, αν διατηρηθεί, δεν τελειώνει ποτέ – συνεχίζεται στην αιωνιότητα.
Αυτή είναι η πραγματική χριστιανική έννοια της σωτηρίας του ανθρώπου, η πραγματική έννοια του «παραδείσου». Και φυσικά δεν είναι μια ατομική συνύπαρξη του κάθε ανθρώπου με τον Θεό, αλλά μια «κοινωνία», δηλαδή συλλογική συνύπαρξη όλων των ανθρώπων (ή ακριβέστερα όλων των πλασμάτων, βάζοντας μέσα και τους αγγέλους, αλλά βλέπουμε τους αγίους να συνυπάρχουν και να επικοινωνούμε και με τα ζώα ακόμη και να υπεραγαπούν τα φυτά, ακόμη και τα «άψυχα» αντικείμενα, όπως τα βράχια, τα νερά κ.τ.λ., χωρίς να τα θεοποιούν βέβαια) και, όλων μαζί, με τον Θεό.
Αυτή η ενότητα των ανθρώπων μεταξύ μας και με τον Θεό είναι στην πραγματικότητα η Εκκλησία: ένα «σώμα» με κεφαλή τον Χριστό και μέλη – διαφορετικά, αλλά ισότιμα – όλους εμάς (Παύλος, Α΄ προς Κορινθίους, 12, 12-27). «Κεφαλή» τον Χριστό, με την έννοια ότι η κεφαλή φροντίζει πάντα για το καλό του σώματος, όπως ο Χριστός ανέλαβε όλο το βάρος της ανθρώπινης σωτηρίας, δίνοντας μέχρι και τη ζωή του για τους ανθρώπους, ακόμη και για εκείνους που τον βασάνισαν και τον σταύρωσαν.
Γράφει (στίχοι 12-14 και 26-27):
«Καθάπερ γὰρ τὸ σῶμα ἕν ἐστι καὶ μέλη ἔχει πολλά, πάντα δὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἑνός, πολλὰ ὄντα, ἕν ἐστι σῶμα, οὕτω καὶ ὁ Χριστός· καὶ γὰρ ἐν ἑνὶ Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν, εἴτε Ἰουδαῖοι εἴτε Ἕλληνες, εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ πάντες εἰς ἓν Πνεῦμα ἐποτίσθημεν. καὶ γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἔστιν ἓν μέλος, ἀλλὰ πολλά. (…) καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη. Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους…».
Και τι κάνει ο άνθρωπος λόγω της τόσο μεγάλης λαχτάρας του να συνδεθεί με τον Θεό; Πολεμάει ενάντια στα πάθη του, δηλαδή τις αρνητικές πλευρές του εαυτού του και σε ό,τι του προκαλεί εξάρτηση, ακόμη και ενάντια στους «κακούς λογισμούς» του (τις αμαρτωλές σκέψεις του), συγχωρεί όλους τους ανθρώπους και προσεύχεται για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και όλων των πλασμάτων. Αγαπά και συγχωρεί όχι θεωρητικά «όλους τους ανθρώπους», αλλά και τον κάθε ένα συγκεκριμένο άνθρωπο που βρίσκεται στον δικό του χώρο, τους συγγενείς του, τους γνωστούς του, τους γείτονές του, τους συναδέλφους ή τους προϊσταμένους του, εκείνους που τον έχουν αδικήσει ή συνεχίζουν να τον αδικούν – όλους.
Αυτός είναι ο αγώνας της ζωής των χριστιανών: να μάθουμε ν’ αγαπούμε και να συγχωρούμε.
Σύμφωνα με μια θεμελιώδη διδασκαλία του χριστιανισμού, ο άνθρωπος, που η καρδιά του είναι καθαρή από τα πάθη, δεν «πιστεύει» απλώς θεωρητικά στον Θεό, αλλά Τον πλησιάζει, σταδιακά ενώνεται με Αυτόν και βρίσκεται πλέον μέσα στο θείο Φως – και αυτό είναι όχι μόνο το σημαντικότερο τεκμήριο της ύπαρξης του Θεού, αλλά και η χριστιανική έννοια της σωτηρίας. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, στην 1η επιστολή του (Α΄ καθολική επιστολή Ιωάννου), που βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, επαναλαμβάνει διαρκώς αυτή τη βεβαιότητα – γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε «ο ευαγγελιστής της αγάπης». Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 4, μεταξύ άλλων γράφει (στίχοι 7-10 και 18-21):
«Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν. ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι' αὐτοῦ. ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ' ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν.
(…) φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ' ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς. ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ' αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ…».
«Ευτυχισμένοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί εκείνοι θα δουν τον Θεό» είπε ο Χριστός (Ματθ. 5, 8).
Όλα όσα περιλαμβάνει η πνευματική ζωή του χριστιανού (δηλαδή η «θρησκευτική» ζωή, όπως λέμε) αποσκοπούν σε αυτό ακριβώς: να βοηθήσουν τον άνθρωπο να νικήσει τα πάθη του, και κυρίως τον εγωισμό του, να καθαρίσει την «καρδιά» του από αυτά και να φέρει μέσα της την ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη για τον Θεό και για κάθε άνθρωπο και κάθε πλάσμα. Το ότι δηλαδή η Εκκλησία (ή, ακριβέστερα, ο Χριστός μέσω της Εκκλησίας) μας καλεί να προσευχόμαστε, να νηστεύουμε, να συμμετέχουμε στη θεία λειτουργία, να εξομολογούμαστε και να μεταλαβαίνουμε (να «κοινωνούμε»), δηλαδή όλα όσα περιλαμβάνει η πνευματική ζωή των χριστιανών, σκοπό έχει να μας βοηθήσει να καλλιεργήσουμε την καρδιά μας έτσι, ώστε να αφαιρέσουμε από μέσα μας ό,τι μας απομονώνει και μας κάνει σκληρούς και επιθετικούς ή δειλούς, και τελικά να μπορέσουμε να ενωθούμε με τον Θεό και τους ανθρώπους και κατ’ επέκτασιν με όλα τα πλάσματα του Θεού.
Η βοήθεια που λαμβάνουμε με τον τρόπο αυτό έγκειται αφενός στη θεία χάρη (την αγαθή ενέργεια του Θεού), που έρχεται στην «καρδιά» μας (δηλ. στο πνευματικό κέντρο της αγάπης μας), και αφετέρου στα μηνύματα που μας προσφέρουν όλες αυτές οι πρακτικές, που είναι μηνύματα ταπεινότητας, συγχώρησης, ισοτιμίας των ανθρώπων και φυσικά αγάπης.
Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν την επιθυμία του ανθρώπου να λάβει τέτοια πνευματικά αγαθά – αντίθετα, αν είμαστε ανυποχώρητα σκληροί, εγωιστές και υποκριτές, πιθανόν να μείνουμε ασυγκίνητοι σε όλα τα παραπάνω ή ακόμη και να λειτουργήσουν αντίστροφα μέσα μας, να μας κάνουν ακόμη περισσότερο εγωιστές και υποκριτές, γι’ αυτό και η Εκκλησία φροντίζει, με τους ύμνους κάθε περιόδου του έτους και με τα αποσπάσματα από τη διδασκαλία του Χριστού, που διαβάζει σε κάθε θεία λειτουργία μέσα από το Ευαγγέλιο, να υπενθυμίζει σε όλους μας αυτόν τον κίνδυνο.
Η προσευχή του αγίου Ευμένιου Σαριδάκη
Ο άγιος Ευμένιος Σαριδάκης γεννήθηκε στο χωριό Εθιά του νομού Ηρακλείου Κρήτης το 1931 και ήταν το 8ο παιδί μιας πάμπτωχης οικογένειας. Σε ηλικία 17 ετών έγινε μοναχός στην ιστορική ιερά μονή του αγίου Νικήτα. Όμως λίγα χρόνια αργότερα ασθένησε βαριά από τη «νόσο του Χάνσεν» (λέπρα) και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων στην Αγία Βαρβάρα Αττικής. Όταν έγινε καλά αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Κρήτη, αλλά να παραμείνει στο νοσοκομείο για να βοηθήσει τους πονεμένους ανθρώπους που νοσηλεύονταν εκεί. Έτσι, για όλη την υπόλοιπη ζωή του (μέχρι την κοίμησή του στις 23 Μαΐου 1999 – ημέρα που εορτάζεται η μνήμη του) υπηρέτησε ως ιερέας και εξομολόγος στον ιερό ναό των Αγίων Αναργύρων (Κοσμά και Δαμιανού), εντός του νοσοκομείου.
Γέροντάς του, δηλαδή πνευματικός διδάσκαλος, υπήρξε ο άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός († 1964, 4 Ιανουαρίου), ασθενής του νοσοκομείου, τυφλός, ο οποίος υπήρξε μεγάλος διδάσκαλος και πνευματικός οδηγός πολλών ανθρώπων.
Η ευαισθησία, το χειμαρρώδες γέλιο (χαρακτηρίζεται «ο γελαστός άγιος»), αλλά και η σοφία και τα άλλα αγιοπνευματικά χαρίσματα του αγίου Ευμενίου τον έκαναν πολύ αγαπητό στους ανθρώπους, τόσο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του όσο και σήμερα.
Η μυστική ζωή του αγίου Γέροντα (οι προσωπικοί ασκητικοί αγώνες του) δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία η παρακάτω προσευχή του, που περιλαμβάνεται, μαζί με πολλά άλλα στοιχεία για τη ζωή του και μαρτυρίες πολλών ανθρώπων που τον γνώρισαν, στο εξαιρετικό βιβλίο του Σίμωνος Μοναχού π. Ευμένιος – Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, σελ. 133-134. Διηγείται ο μητροπολίτης Μόρφου της Κύπρου Νεόφυτος.
«Ένα πολύ σημαντικό περιστατικό, που θυμούμαι από τον γέροντα Ευμένιο, είναι μία προσευχή που έκανε: "Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους".
"Κι εχάρη ο Θεός", μου έλεγε.
"Και μετά είπα: "Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους καθολικούς. Και όλους τους προτεστάντες, Χριστέ μου, θέλω να σώσεις". Κι εχάρη ο Θεός.
"Θέλω να σώσεις και τους μουσουλμάνους και όσους ανήκουν σε όλες τις θρησκείες, και τους αθέους ακόμα θέλω να σώσεις". Κι εχάρη πολύ ο Θεός.
Και του είπα: "Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ' αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα". Κι εχάρη ο Θεός πολύ.
Και είπα: "Θεέ μου, θέλω να σώσεις και τον Ιούδα". Και στο τέλος είπα: "Θέλω να σώσεις και τον διάβολο". Κι ελυπήθη ο Θεός".
Του λέω: "Γιατί λυπήθηκε ο Θεός;". "Διότι θέλει ο Θεός και δεν θέλουν αυτοί" μου απάντησε, "δεν υπάρχει ίχνος καλής θελήσεως σωτηρίας στον διάβολο".
"Καλά" του είπα, "πώς κατάλαβεες εσύ πότε ο Θεός χαιρόταν και πότε ελυπήθη;". Και μου λέει: "Άμα η καρδιά σου γίνει ένα με την καρδία του Χριστού, αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται".
Δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τι εύρος είχεν η καρδία αυτού του ανθρώπου; Αυτό είναι από τα πιο δυνατά που έχω ακούσει και δεν το έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Κι αυτό το καταλάβαινε από την ένταση της Χάριτος. Ανάλογα με τον βαθμό της Χάριτος αντιλαμβανόταν την λύπη ή την χαρά Του, σ' αυτό που ο ίδιος έλεγε ή έκανε».