διότι πρόκειται για τη πρώτη επίσημη σύνοδο των Ορθοδόξων, που λαμβάνει χώρα στη σύγχρονη εποχή, οι προεργασίες της οποίας ξεκίνησαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Η σύγκλυση της Συνόδου αποφασίστηκε ομόφωνα σε μία προσυνοδική σύναξη των προκαθημένων των δεκατεσσάρων Εκκλησιών, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 2014. Λυπηρό γεγονός είναι, ότι τελικά στη Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης έλαβαν μέρος οι δέκα από τις δεκατέσσερις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Οι Ορθόδοξοι προκαθήμενοι έθεσαν την Εκκλησιολογία, ως βάση του Θεολογικού διαλόγου με τη Καθολική Εκκλησία. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η οποία επιβεβαιώνεται από τη διδασκαλία των Πατέρων και ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστεως, είναι μία διαρκής Πεντηκοστή με προφητική φωνή, παρουσία και μαρτυρία της βασιλείας του Θεού της αγάπης. Η ολοκλήρωση της Θείας Οικονομίας βιώνεται στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με επίκεντρο το μυστήριο της Ευχαριστίας, το οποίο παραλάβαμε από τον ιδρυτή της, τον Ιησού Χριστό, με την παράδοση του Μυστικού Δείπνου.
Με αφορμή το κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το οποίο αναφέρεται στις σχέσεις της Εκκλησίας προς τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο, δημιουργήθηκαν εντάσεις εντός συνόδου αλλά και θεολογικές αναζητήσεις αναφορικά με τον όρο «Εκκλησία», ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλωθούν οι ετερόδοξες ομολογιακές Εκκλησίες. Η αρχική έκφραση : «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξην των λοιπών Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», τροποποιήθηκε, όσον αφορά τη λέξη «ύπαρξη», η οποία αντικαταστάθηκε με τη λέξη «ονομασία». Επιπλέον, εκτός από τη διαφοροποίηση της ιστορικής ονομασίας από την ιστορική ύπαρξη, γίνεται σαφής και η διάκριση του όρου «ετερόδοξων» Εκκλησιών, με τον οποίο όχι μόνο διαφοροποιούνται αλλά και αναγνωρίζονται οι εκκλησιολογικές διαφορές με τις λοιπές Χριστιανικές ομολογίες.
Στο συγκεκριμένο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ο όρος «Εκκλησία» είναι όρος περιγραφικός και όχι προσδιοριστικός της εκκλησιολογικής ταυτότητας των λοιπών Χριστιανικών ομολογιών. Έτσι, σε καμία περίπτωση η «αδιαίρετος Εκκλησία, η «Εκκλησία ως Σώμα Χριστού» ή η «ανά τον κόσμον Εκκλησία», δεν υπονομεύει την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής. Η διαχρονική αυτή χρήση του όρου «Εκκλησία» δεν αποτελεί έκπτωση της εκκλησιολογικής ταυτότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά είναι η συνέχεια των εκκλησιαστικών προσδιορισμών και περιγραφών στην ιστορία της Αποστολικής, Πατερικής, Συνοδικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Ορθοδοξία, δια της Συνόδου, έδωσε μεγάλο βάρος στο διάλογο με τον κόσμο. Κυρίως, έδειξε μεγάλη ευαισθησία στις ετερόδοξες Εκκλησίας ή ομολογίες, οι οποίες διέκοψαν την κοινωνία με το Σώμα του Χριστού, διότι αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη φωνή της. Μέσω του διαλόγου, ο λοιπός Χριστιανικός κόσμος, δύναται να κατανοήσει καλύτερα την Ορθοδοξία και τη γνησιότητα της παράδοσης. Αυτή η κίνηση σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε ή αμφισβήτησε τη δογματική παράδοση ή το Ευαγγελικό της ήθος. Χαρακτηριστικό είναι το σημείο της Εγκυκλίου της Συνόδου : Οἱ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας, ἑδραζομένη ἐπί τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος «Ἔρχου καί ἴδε» (Ἰωάν. α’, 46), ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. δ’, 8).
Η απόφαση της σύγκλυσης της Συνόδου, όπως είναι λογικό, παρακίνησε το ενδιαφέρον της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία διεξάγει, από το 1980 έως και σήμερα, διάλογο με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι κατευθυντήριες αρχές των κειμένων της Συνόδου, στις οποίες εστίασε η Καθολική Εκκλησία ήταν, η Οικουμενική ευθύνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την ενότητα των Χριστιανών, η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη προσευχή και τη πράξη στη κίνηση προς αποκατάσταση της ενότητας μετά των άλλων Χριστιανών στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και η θεμελίωση των Θεολογικών διαλόγων της Ορθοδοξίας. Έτσι, αυτοσκοπός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία προσεύχεται αδιαλείπτως υπέρ της των πάντων ενώσεως, είναι η από κοινού συνεργασία των Χριστιανών, ώστε να εκπληρωθεί από τον Τριαδικό Θεό η ελπίδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας να «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν».