Το Πάσχα του 2020 οι εκκλησίες έκλεισαν και περιέργως η εορτή μετετράπη εις ένα είδος πένθους, ινα πληρωθή το ρηθέν υπο του προφήτου (Αμώς 8:10) : “και μετατρέψω εις πένθος τας εορτάς σας». Ο φόβος κυριάρχησε παντού, οι ποιμένες εκρύβησαν αποτραβήχθησαν εις τους δικούς τους χώρους απομονωμένοι από τους πιστούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν ούτε την εκκλησία να επισκεφθούν, επειδή οι εξώπορτες έκλεισαν με τέτοιο τρόπο που ήταν πιά εντελώς αδύνατο να ανοιχθούν ξανά, έτσι διάπλατα, όπως γινότανε παλιά. Εποχή τρόμου για τον πιστό, τον άπιστο, τον χριστιανό και για κάθε οπαδό οποιουδήποτε θρησκείας. Ένας περίεργος και πρωτόγνωρος οικουμενισμός ένωσε τον κόσμο ολάκερο και εξίσωσε τον χριστιανισμό με κάθε πολιτικό, οικονομικό, φιλοσοφικό ή θρησκευτικό πιστεύω του μεταμοντέρνου ανθρώπου. Οι πνευματικοί ηγέτες του χριστιανισμού απαντούσαν με τον ίδιο τρόπο της αγαπολογίας που μιλούσαν οι πολιτικοί, οι γιατροί, τα κοσμοείδωλα του κόσμου τούτου. Μένουμε σπίτι, όχι από φόβο, μόνο από αγάπη για τον συνάνθρωπο. Αλλά η χαρά της αναστάσεως εκείνο το Πάσχα του 2020 μετατράπη εις ένα περίεργο συναίσθημα φόβου, μαυρίλας και πνευματικού εγκλεισμού. Οι χριστιανοί έμειναν μόνοι, παραδόξως μόνοι σαν τους υπολοίπους ανθρώπους που δεν διέθεταν πίστη εις την αιώνιον ζωή. Ποιός ο λόγος λοιπόν να υπάρχουν τα διαφορετικά δόγματα και θρησκείες από την στιγμή που ένας μικροσκοπικός ιός έκανε όλες τις θρησκευτικές ηγεσίας να ευθυγραμμισθούν απόλυτα εις τον ίδιο τρόπο πράξης;
Έπειτα όταν η πολιτεία άνοιξε τις εκκλησίες υποχρέωσε τους χριστιανούς να εισέρχονται εντός του ιερού χώρου μετά κεκαλυμένων εκ προσωπείων προσώπων για μήν κολλήσουν τον κορωνοϊό εξισώνοντας τον ιερό χώρο με τον οποιοδήποτε κλειστό χώρο (θέατρο, σουπερμάρκερ, σχολείο κ.λ.π), αποιεροποιώντας έτσι το χώρο του ναού. Η εκκλησιαστική ηγεσία έτσι απλά και χωρίς αντίδραση παραχώρησε την πνευματική δικαιοδοσία εις την πολιτική, η οποία δια των εμπειρογνωμόνων της απεφάσιζε δια τα εκκλησιαστικά και δογματικά ζητήματα. Απούσα, η διοικούσα εκκλησία, δήλωνε έμπρακτα ότι επειδή δεν μπορεί να έχει αντίθετον γνώμη από την πολιτική εξουσία, θα ακολουθήσει τυφλά αυτό που θα αποφασίσει η κυβέρνηση με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διακριθή ο ρόλος του ποιμένος από τον ρόλο του πολιτικού του αιώνος τούτου.
Όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς όλα αυτό γινότανε για να “επιδείξει» ο «χριστιανός» ότι «αγαπάει» τον συνάθρωπό του και δεν επιθυμεί να του μεταφέρει θανατηφόρες ασθένειες. Και έπεται συνέχεια γιατί σε λίγο καιρό η εκκλησία θα αλλάξει και τον τρόπο μετάδοσης της θείας κοινωνίας. Ναι μεν η διοικούσα εκκλησία ισχυρίζεται ότι δεν μεταδίδονται μικρόβια από το ιερό ποτήριον αλλά για να αποδειχθεί περίτρανα ότι η εκκλησία είναι αγαπητική κοινωνία προσώπων, έστω και αν αυτα καλύπτονται δια των προσωπείων, και όχι φονταμενταλισμός ας εισαχθεί και η χρήση πολλαπλών λαβίδων ουτοσώστε να μην κατηγορηθεί η εκκλησία, και ιδιαίτερα οι διοικώντες αυτήν, αν υπάρξει και κανένας θάνατος!
Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς τι κακό έκαναν οι σημερινοί χριστιανοί και γιατί βρίσκονται σε απόσταση από τους χριστιανούς της παλαιάς εποχής; Τί θα μπορούσαν να κάνουν το διαφορετικό εμπρός εις μίαν μολυσματική ασθένεια που χτύπησε αμείλικτα τον σημερινό κόσμο και γονάτισε τα πάντα; Γιατί να μην γονατίσουν και οι χριστιανοί, γιατί να μη θρηνήσουν, γιατί να μην φοβηθούν, γιατί η πνευματική ηγεσία να μην αποτραβηχθεί μακριά, τόσο μακριά που δεν μπορεί να εισακουσθεί πιά η φωνή της από κανένα;
Ας μεταφερθούμε νοερά σ᾽ ένα παρόμοιο γεγονός που έζησαν οι χριστιανοί: το Πασχα του 262 εις την μεγάλη πόλη της εποχής εκείνης, δηλαδή την Αλεξάνδρεια. Γράφει ο Διονύσιος η πνευματική ηγεσία, επίσκοπος Αλεξανδρείας, ο οποίος βέβαια δεν ήταν, σαν την σημερινή ηγεσία της εκκλησίας, ούτε κρυμμένος, ούτε αποτραβηγμένος σε μία απόμερη γωνιά για μην μπορεί να ακουσθή η φωνή του. Και εισακούσθη βέβαια εις τα πέρατα της οικουμένης και εις όλες τις εποχές, μέχρι την σημερινή, επιδεικνύοντας την μεγάλη πίστη εις το όνομα του Χριστού. Είχε ξεσπάσει εμφύλια διαμάχη, σαν τις τόσες μέσα στην μεγαλούπολη, και μετά πείνα και μετά πανούκλα. Οι χριστιανοί εόρταζαν το Πάσχα του 262 και θα έπρεπε να φοβούνται τα πάντα, γιατί τους καταδίωκαν και γιατί κινδύνευαν να πεθάνουν όχι μόνο από κάποιο διωγμό αλλά και από την μολυσματική αρρώστεια που ευτυχώς η εποχή μας δεν έζησε και ούτε ελπίζουμε να την ζήσει ποτέ. (Εκκλησιαστική ιστορία Ευσεβίου βιβλίο ζ 22,2-10). Ιδού τι μας λέει ο Ευσέβιος, ας μου επιτρέψει ο ανγνώστης μία ελεύθερη μετάφραση: . «…στους μεν άλλους ανθρώπους (μη χριστιανούς) αυτή η παρούσα κατάσταση δεν θα μπορούσε ποτέ να φαινότανε κατάλληλος καιρός για πανήγυρη, ούτε βέβαια μπορεί να θεωρηθεί χαρά γι᾽αυτούς αυτό που εμείς σήμερα εορτάζουμε (Πάσχα 262) ή κάποιο άλλο οποιοδήποτε γεγονός, κι᾽εγώ δεν μιλώ μόνο γι᾽αυτούς που είναι λυπημένοι, αλλά και για εκείνους που νομίζουν ότι γέμουν από ευτυχία. Τώρα πραγματικά όλα θρηνούν και όλοι πενθούν, κι αντιλαλούν στην πόλη ολόκληρη γοερά κλάματα εξαιτίας του πλήθους εκείνων που έχουν πεθάνει μα και πεθαίνουν καθημερινά. Γιατί όπως έχει γραφτεί για τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, έτσι και τώρα έγινε κραυγή μεγάλη· αφού δεν υπάρχει σπίτι, μέσα στο οποίο να μην υπάρχει κάποιος πεθαμένος. Και μακάρι να ήταν μόνον αυτά!
Γιατί ήδη πολλά και φοβερά έχουν συμβεί. Πρώτα, μας έδιωξαν και παρόλο που απομείναμε μόνοι κι αποδιωγμένοι, σε θάνατο καταδικασμένοι από όλους, ακόμα και τότε κρατήσαμε την Εορτή. Κι ο κάθε τόπος της θλίψης καθενός, μάς έγινε τόπος πανηγύρεως: οι αγροί, η έρημος, το καράβι, το πανδοχείο, η φυλακή… μετά ακολούθησε ο πόλεμος κι η πείνα… και μόλις πήραμε μια μικρή ανάσα όρμησε κι αυτή η αρρώστια…
Οι περισσότεροι λοιπόν από τα αδέρφια μας από υπερβολική κι αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, χωρίς να νοιάζονται για τον εαυτό τους, άφοβα έκαναν επισκέψεις στους αρρώστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν “εν Χριστώ” και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τους έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Και το λαϊκό ρητό, που πάντα μοιάζει με απλή φιλοφρόνηση, το έκαναν πραγματικότητα, κάνοντας την αναχώρησή τους εξαγνιστήριο υποκατάστατο για τους άλλους (περίψημα). Οι καλύτεροι λοιπόν από τους αδερφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και πίστης ισχυρής, καθόλου κατώτερο να μη μοιάζει από το μαρτύριο. Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των αγίων και τα έπαιρναν στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τους κουβαλούσαν στους ώμους τους, και τους μετέφεραν έξω, τους αγκάλιαζαν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως. Οι εθνικοί όμως έκαναν τα τελείως αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τούς έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τη διάδοση και το άγγιγμα του θανάτου, πράγμα διόλου εύκολο να αποφύγουν, παρά τις πολλές προφυλάξεις τους».
Βέβαια οι χριστιανοί της Αλεξάνδρειας δεν φοφήθηκαν τον θάνατο: «γιατί αυτοί διδάχθηκαν, και με το δίκιο τους, ότι η παρούσα ζωή δεν ήταν εκείνη που είχε χαρίσει από την αρχή ο Θεός στους ανθρώπους, αλλά διδάχθηκαν μυστικά πώς ήταν άλλη, θεία και πάντοτε ίδια, και έκριναν ότι κυρίως εκείνη θα πρέπει να είχε ετοιμασθεί αρχικά γι᾽αυτούς από τον Θεό που είναι αγαθός. Στρέφοντας προς αυτή τα μάτια της ψυχής δια της σοφίας κατά την χάρη του Πνεύματος, όσο ήταν δυνατόν να γίνει στους θνητούς ανθρώπους, και δεχόμενοι στην καρδιά τους τον θείο πόθο, πίστεψαν δικοιαολογημένα ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν αυτήν την παρούσα ζωή, αν θέλουν να επιδοθούν αγνά στην άλλη, κατά τον σωστό τρόπο. Κι᾽επειδή εγκατάλειψη της ζωής δεν γίνεται χωρίς θάνατο, σαν θάνατο της ζωής επινόησαν την αποβολή κάθε σαρκικής στοργής, από την οποία έγινε η είσοδος του θανάτου στην ζωή, ώστε επινοώντας τον θάνατο με τον θάνατο, να σταματήσουν να ζούν μέσω του θανάτου, πεθαίνοντας τον τίμιον θάνατο ενώπιον του Κυρίου, τον αληθινό θάνατο του θανάτου, αυτόν που μπορεί να φθείρει την φθορά και που παρέχει στους αξίους την είσοδό τους στην μακαρία ζωή και αφθαρσία. Γιατί το τέλος αυτής της παρούσας ζωής δεν είναι, νομίζω, δίκαιο ούτε να το ονομάζουμε θάνατο, αλλά απαλλαγή από τον θάνατο, και χωρισμό από την φθορά, κι᾽ελευθερία από την δουλεία, και λήξη της ταραχής, και κατασίγαση των πολέμων, και τέλειωμα της σύγχυσης, και υποχώρηση του σκότους, και ανάπαυση από τους κόπους, και σιγή του ακατανοήτου βουητού, και γαλήνεμα του αναβρασμού, και συγκάλυψη της ντροπής, και αποφυγή των παθών, και αφανισμό της αμαρτίας, και,για να το πώ μ᾽ένα λόγο, περιορισμό όλων των παθών. Οι άγιοι κατορθώνοντας όλα αυτά με εθελούσια νέκρωση, έδειξαν πως είναι ξένοι και παρεπίδημοι στην παρούσα ζωή». ( Μάξιμος Ομολογητής Περί Δαφόρων Απόρων: Πατερικαι εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς . Τόμος 14Δ σελίδα 198)
Στην σημερινή μεταπατερική εποχή ακούμε αρχιεπισκόπους, μητροπολίτες και αντιπροσώπους της ιεραρχίας της Ελλάδος από το ασφαλές απομονωμένο καταφύγιό τους να ισχυρίζονται ότι οι χριστιανοί την εποχή της μολυσματικής ασθένειας που ξέσπασε στην Αλεξάνδρεια εχρειάζοντο τότε να πάρουν επάνω τους τον ιό ενώ σήμερα η αγάπη τους οδηγεί να προστατεύσουν τον συνάθρωπο από μία πιθανή δική τους αρρώστεια γι᾽αυτό ήταν σωστό να μην τελεσθούν οι ακολουθίες του Πάσχα του 2020 και βέβαια σήμερα θα πρέπει απαραιτήτως να φορούν προσωπεία όταν εισέρχονται εις την εκκλησία, ακολουθώντας τις κυβερνητικές οδηγίες που προτείνει η ιεραρχία της εκκλησίας της Ελλάδος! Γιατί επιχειρείται μία αλλοίωση του κειμένου που διαβάσαμε; Γιατί κατά πρώτον θα πρέπει να δικαιολογηθεί ο φόβος της ιεραρχίας της εκκλησίας της Ελλάδος να πάρει μια συγκεκριμένη απόφαση που θα μπορούσε και να κοστίσει ανθρώπινες ζωές, υποστηρίζοντας, κατά δεύτερον, με αυτόν τον τρόπον, ότι ο χριστιανισμός δεν είναι θάνατος και ανάσταση, αλλά ζωή στον αιώνα τούτο όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια, πράγμα που οι χριστιανοί της Αλεξάνδρειας απέρριπταν. Η ζωή γι᾽αυτούς ήταν μόνο ο Χριστός και κανένας, ούτε ο θάνατος, θα μπορούσαν να τους χωρίσουν από την πηγή της ζωής. Δε μιλούσαν για αγαπητικές κοινωνίες προσώπων, για υποστατικές αρχές, ούτε για προσωπικές επιλογές, αλλά είχαν εφαρμόσει την τελεία αγάπη που έξω βάλλει τον φόβον. Φρόντιζαν τους ασθενείς που οι εθνικοί απομόνωναν, αφήνοντάς τους να πεθάνουν μόνοι και να παραμείνουν άταφοι, όπως ακριβώς κάνουμε και σήμερα με τον κορωνοϊό.
Στην μετανεωτερική εποχή, στα προηγμένα νοσοκομεία μας, στην καρδιά της πολιτισμένης Ευρώπης, εις την οποία ανήκουμε, αφήσαμε τόσους ανθρώπους να πεθάνουν μόνοι και μετά θάνατον εισήλθαν εις ένα στρατιωτικό όχημα και εξαφανίσθησαν από προσώπου γής[1] γιατί οδηγήθηκαν σε αποτέφρωση χωρίς την παραμικρή φροντίδα του σώματος, χωρίς να το καθαρίσουν σκουπίσουν, λούσουν ενδύσουν με την νεκρική στολή. Οι ασθενείς του κορωνοϊού στην μεταπατερική αγαπολογική εποχή οδηγούντο εις τον θάνατον μονοι σαν τα σκυλιά, χωρίς να μπορούν να δουν πρόσωπο φιλικό. Το μόνο που έβλεπαν πριν πεθάνουν και εξαφανισθούν ήταν οι μάσκες και οι άσπρες στολές των ιατρών και νοσοκόμων. Απελπιστικά μόνοι προσπαθούσαν με τις τελευταίες δυνάμεις που τους απέμειναν να στείλουν κανένα μήνυμα στα προσφιλή πρόσωπα που ήταν τόσο μακριά, και τους ήταν εντελώς αδύνατο ν᾽ακούσουν τους πόνους και τα βογγητά του θανάτου, αδύνατον να παρρηγορήσουν, έστω και μ᾽ένα μικρό χάδι, ούτε μία κηδεία δεν μπορούσαν να προσφέρουν, γιατί ήταν πια γνωστό σε όλους ότι όταν θα πέθαιναν τα σώματά των θα οδηγούντο προς εξαφάνιση, χωρίς κανένα σεβασμό. Κύριοι Μητροπολίται τίθεται το ερώτημα: εσείς η πνευματική ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εσείς που αλλοιώσατε αγαπολογικά την ερμηνεία του κειμένου του Ευσεβίου που παραθέσαμε, πώς κατά την άποψή σας θα ονομάζατε τους σημερινούς χριστιανούς που κρύφθησαν στα σπίτια τους και από φόβο άφησαν τους πατεράδες τους, τις μανάδες τους, να πεθάνουν μόνοι, χωρίς την νεκρική φροντίδα για να μην μεταφέρουν μολυσματικές αρρώστειες σε αυτούς και στις οικογένειές τους; πώς θα ονομάζατε μία εκκλησία που δεν αντέδρασε για την έλλειψη φροντίδος τεθνεώτων σωμάτων βεβαπτισμένων χριστιανών, οι οποίοι πέθαναν μόνοι χωρίς εξομολόγηση και κοινωνία; κληρικούς που αγαπούν τον συνάθρωπο επειδή μόνη φροντίδα τους ήταν η σωτηρία του εαυτού τους; κληρικούς μ᾽ένα αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και σεβασμού στον συνάθρωπο; συνάθρωπο που πέθανε, διελύθη “εις τα εξ ων συνετέθη» και μετετράπει σε πτώμα αδύνατον να κοινωνήσει με τον “άλλον”, αδύνατον να υπάρξει ως γεγονός προσωπικής κοινωνίας και σχέσης επειδή το πρόσωπο η υποστατική αρχή εχάθη, ίσως και να μην υπάρξει πιά. Κύριοι Μητροπολίται δεν είναι η ίδια τακτική που εφήρμωσαν οι εθνικοί, ειδωλολάτρες σύμφωνα με το κείμενο του Ευσεβίου οι οποίοι προσπαθούσαν να σώσουν το φθαρτή υποστατική αρχή τους (κοινώς το τομάρι τους) και να αποφύγουν το θάνατο, αλλά δεν τα κατάφεραν; Οι χριστιανοί όμως διακινδύνευαν την ζωή τους, πολλοί πέθαιναν μαρτυρούσαν αυτό που πίστευαν, αλλά και δεν αρρώσταιναν από το φόβο του θανάτου που έκανε τους εθνικούς να τρέμουν, να κρύβονται εις τας οικίας των και να οδύρονται. Έπαιρναν επάνω τους την αρρώστια και βέβαια την μετέδιδαν σε άλλους συναθρώπους γιατί δεν κλείστηκαν στα σπίτα τους, δεν σταμάτησαν να πηγαίνουν στην εκκλησία, να εορτάζουν μετά χαράς την Εορτή του Πάσχα, να συναναστρέφονται με άλλους αδελφούς και δεν μας προκύπτει βέβαια ότι φορούσαν προσωπεία, αυτό ήταν ίδιον των ειδωλολατρών κατά τας θεατρικάς των παραστάσεις. Η τακτική αυτών των περιέργων χριστιανών της Αλεξάνδρειας από τους σημερινούς πολιτικούς θεωρείται σκάνδαλο και μωρία, γιατί οι τελευταίοι δεν πιστεύουν στη πρόνοια του Θεού. Αλλά αυτή είναι η «μωρία» εις την οποία στηρίχθηκε ο χριστιανισμός και όχι στη “σοφία» της σημερινής ψευδογνώσης που βρίσκεται μακριά από τον Θεό, και την οποία εσείς κύριοι Μητροπολίται αποκαλείτε κοινωνική ευθύνη και την βαπτίζετε αγαπολογία.
----------------------------------
1) Αυτό έγινε στην Ιταλία, όπου έκφαμβοι είδαμε στην τηλεόραση στρατιωτικά οχήματα που μετέφεραν νεκρούς προς αποτέφρωση. Όμως δεν θα πρέπει να διαφεύγει το γεγονός ότι η Ιταλία είχε ένα μεγάλο αριθμό θυμάτων τα πιο πολλά συγκεντρωμένα στην περιοχή της Λομβαρδίας και το ίδιο θα γινότανε παντού αν υπήρχε ο ίδιος αριθμός θυμάτων