Ο άγιος Διονύσιος ήταν ένας εξαιρετικά ενάρετος, σεμνός και μορφωμένος ιερομόναχος του 16ου αιώνα από το νησί της Ζακύνθου (που ανήκει στα Επτάνησα, στο Ιόνιο Πέλαγος), ο οποίος χειροτονήθηκε επίσκοπος του νησιού Αίγινα το 1577 (εποχή Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, Ενετοκρατίας στα Επτάνησα). Ως επίσκοπος έγινε διάσημος για τη σοφία και την καλοσύνη του, όμως παρέμεινε ταπεινός και σεμνός. Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παραιτήθηκε. Γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου για λίγο διετέλεσε προσωρινός επίσκοπος, ενώ κατόπιν αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.
Κορυφαία στιγμή στη ζωή του θεωρείται η νύχτα, κατά την οποία ο δολοφόνος του αδελφού του αγίου κατέφυγε στη Μονή, διωκόμενος, και ζήτησε καταφύγιο, χωρίς να γνωρίζει ότι ο ταπεινός ιερέας που είχε μπροστά του ήταν ο αδελφός του θύματός του. Ο άγιος, αν και πληροφορήθηκε από τον φυγά τι είχε κάνει, τον έκρυψε και τον φυγάδευσε, αποτρέποντας ένα ακόμη έγκλημα (τα αντίποινα της οικογένειάς του) και δίνοντάς του τη δυνατότητα να μετανοήσει.
Ο άγιος κοιμήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1622. Τάφηκε στην Ιερά Μονή Στροφάδων (ζεύγος μικρών νησιών σε μικρή απόσταση από τη Ζάκυνθο) και κατά την εκταφή το λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο. Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί, λόγω της ζωής του, αλλά και του άφθαρτου λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.
Στις 24 Αύγούστου του 1717 το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές και το 1764 εναποτέθηκε οριστικά στην Ιερά Μονή του, που έχτισαν προς τιμήν του οι Μοναχοί των Στροφάδων.