Πολλοί λέμε την λέξη δόγμα και εννοούμε κάτι που δεν αμφισβητείται, που είμαστε υποχρεωμένοι να τηρήσομε. Έχομε τις αποφάσεις των ισχυρών που ο λαός πρέπει να τηρήσει υποχρεωτικά. Γράφει ο Λουκάς για την γέννηση του Ιησού: "Κατά τις ημέρες εκείνες, μετά τη γέννηση του Ιωάννη, εξεδόθη δόγμα, διάταγμα από τον Αύγουστο Καίσαρα, να γίνει απογραφή όλων των κατοίκων που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της Ρώμης" (Λουκ. 2,1). Στην Εκκλησία το δόγμα δεν είναι μια απόφαση, μια διαταγή κάποιων που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Στην Εκκλησία δεν πιστεύομε σε δόγματα. Στις Οικουμενικές Συνόδους οι αποφάσεις δεν ονομάζονται δόγματα, αλλά όροι, που σημαίνουν τα όρια μέσα στα οποία βρίσκεται η αλήθεια του κοινωνείν. Στη πρώτη Οικουμενική Σύνοδο π.χ. πήραν μέρος 380 θεοφόροι Πατέρες. Η λέξη θεοφόροι σημαίνει ότι αυτοί οι 380 Πατέρες βρίσκονταν στην κατάσταση του φωτισμού ή της θέωσης. Είχαν δηλαδή κατ' αναλογία εμπειρία του Θεού. Όταν στο άρθρο περί του Σαρκωμένου Λόγου, τον Χριστό έγραψαν: "Φως εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν......", δεν περιέγραφαν κάποιο αποτέλεσμα στοχασμού, αλλά περιέγραφαν την κοινή εμπειρία τους περί του Θεού. Μέσα δηλ. στο Φως της θείας Χάρης, βλέπουν του Υιό ως Φως μέσα στο Φως του Πατέρα. Έτσι ο Υιός, Χριστός, οράται ως Φως εκ Φωτός. Συνεπώς η κοινή εμπειρία περί του Θεού που περιγράφεται στο Σύμβολο της Πίστεως είναι ότι η Αγία Τριάδα οράται διά του νου ως τρία άκτιστα Φώτα που το ένα βρίσκεται μέσα στο άλλο.
Αυτήν την εμπειρία των θεοφόρων Πατέρων δεν καλούμαστε να την δεχθούμε υποχρεωτικά, αλλά καλούμαστε να την βιώσομε, να γίνει και δική μας εμπειρία. Συνεπώς οι όροι των Συνόδων, οι κοινές εμπειρίες περί του Θεού, που αργότερα ονομάστηκαν δόγματα, η Εκκλησία δεν μας καλεί να τις δεχθούμε ως διαταγές, αλλά μας καλεί να τις βιώσομε εμπειρικά ως αλήθεια του κοινωνείν. Ως κοινή εμπειρία δηλαδή του Σώματος της Εκκλησίας. Αυτό το βίωμα του δόγματος ποιεί το ήθος.
Περί της Αγίας Τριάδος οι θεόπτες Πατέρες μας είπαν την εμπειρία τους. Ότι ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία- φύση και τρία Πρόσωπα κατά τον τρόπο της υπάρξεως. Η ουσία-φύση δηλώνει το είναι του Θεού και τα Τρία Πρόσωπα φανερώνουν τον τρόπο ύπαρξης του είναι, της ουσίας-φύσης. Έτσι τα Τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, έχουν την αυτή ουσία-φύση και ενέργεια του Πατρός και έχουν ιδιαίτερο, διαφορετικό δηλαδή τον τρόπο της υπάρξεως. Ο Πατήρ εκχωρεί αγαπητικώς και αχρόνως την ουσία-φύση του γεννητώς στον Υιό και εκπορευτώς στο Άγιο Πνεύμα. Τα Τρία Πρόσωπα οι Πατέρες ονόμασαν και υποστάσεις, δηλαδή τα Τρία Πρόσωπα υποστασιάζουν την ουσία-φύση του Πατρός. Έτσι το Πρόσωπο ταυτίζεται με την Υπόσταση. Οι ενέργειες και των Τριών Προσώπων ανήκουν στην ουσία-φύση του Πατρός και γι' αυτό είναι κοινές και στα Τρία Πρόσωπα. Αν οι ενέργειες ήταν του Προσώπου και όχι της ουσίας-φύσης, τότε θα είχαμε τρεις διαφορετικές ενέργειες, συνεπώς και θελήσεις, αφού οι Πατέρες ονόμασαν Πρόσωπο τον διαφορετικό τρόπο υπάρξεως της ουσίας-φύσης του Πατρός.
Οι ενέργειες λοιπόν είναι της ουσίας-φύσης και όχι του Προσώπου. Σύμφωνα με την εμπειρία των θεοπτών Πατέρων λοιπόν, ο Τριαδικός Θεός, έχει κοινή την αυτή ουσία και ενέργεια του Πατρός και εντελώς διαφορετικό τον τρόπο της υπάρξεως της ουσίας-φύσης του Πατρός, τα Τρία Πρόσωπα. Δηλαδή ο Πατήρ γεννά αχρόνως την ουσία-φύση του, τον Υιό και εκπορεύει αχρόνως την ουσία-φύση του, το Άγιο Πνεύμα. Έτσι ο Πατήρ γεννά δεν γεννιέται, εκπορεύει δεν εκπορεύεται. Ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα, δεν γεννά, δεν εκπορεύει και δεν εκπορεύεται. Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται δεν εκπορεύει, δεν γεννά και δεν γεννιέται. Συνεπώς στον Θεό έχομε κοινή την αυτή ουσία-φύση του Πατρός και εντελώς διαφορετικό τον τρόπο της υπάρξεως της ουσίας-φύσης του Πατρός, δηλαδή τα Πρόσωπο. Ο Θεός είναι κοινός κατά την ουσία-φύση και εντελώς διαφορετικός κατά τα Πρόσωπα. Τα Τρία Πρόσωπα είναι ακοινώνητα. Δηλαδή δεν έχομε κοινωνία Προσώπων. Γιατί το κοινωνείν δηλώνει κάτι το κοινό. Το Πρόσωπο όπως είπαμε φανερώνει το διαφορετικό και όχι το κοινό. Έτσι τα Πρόσωπα δεν κοινωνούν δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Έτσι τα Τρία Πρόσωπα δεν κοινωνούν μεταξύ τους, αλλά αλληλοπεριχωρούνται, δηλαδή "υπάρχει" το ένα Πρόσωπο μέσα στο άλλο, μέσω της κοινής ουσίας και ενέργειας του Πατρός. "Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστι" (Ιω. 14,10).
Έτσι δεν έχομε κοινωνία Προσώπων, αλλά κοινωνία φύσεως, την οποία οι Πατέρες την ονόμασαν αλληλοπεριχώρηση Προσώπων. Ο Θεός κατά την Ορθόδοξη Παράδοση-εμπειρία των θεοπτών Πατέρων έχει το κοινό της ουσίας και διαφορετικό τον τρόπο ύπαρξης, τα Πρόσωπα. ΑΥΤΗ Η ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΌΤΗΤΑ ΔΕΝ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΗ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ.
Σύμφωνα με το Γενέσεως 1,26 ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος από τον Τριαδικό Θεό "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση". "Και είπε ο Θεός: ας δημιουργήσομε τον άνθρωπο κατ' εικόνα δική μας και καθ' ομοίωση δική μας" (Γεν. 1,26) Αν προσέξομε στο χωρίο αυτό του θεόπτη Μωυσή θα παρατηρήσομε ότι ο Θεός ομιλεί με πληθυντικό αριθμό: ας δημιουργήσουμε. Αυτός ο πληθυντικός φανερώνει τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Συνεπώς τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δημιουργούν τον άνθρωπο "κατ' εικόνα τους και καθ' ομοίωσή τους". Άρα ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατά την Αγία Τριάδα. Αν μεταφέρομε αυτά που είπαμε για την Αγία Τριάδα στο κατ' εικόνα Της και καθ' ομοίωσή Της δημιούργημα, τον άνθρωπο, θα πούμε ότι Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΑΠΟΚΕΛΕΙΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ. Οι άνθρωποι έχουν κοινό την ίδια φύση και διαφορετικό, ιδιαίτερο το τρόπο της υπάρξεως της φύσης δηλαδή το πρόσωπο. Έχουν κοινό την ίδια αλλά οχι την αυτή φύση. Στον άνθρωπο η φύση δεν είναι η αυτή αλλά η ίδια. Γιατί στον άνθρωπο ως κτίσμα υπάρχουν οι διενέργειες του χρόνου και του χώρου οι οποίες διαμοιράζουν την φύση.
Δηλαδή εγώ και ο πατέρας μου έχομε την ίδια φύση αλλά όχι την αυτή. Γιατί εγώ και ο πατέρας μου υπάρχομε σε διαφορετικό χρόνο και χώρο. Δηλαδή ο πατέρας μου υπάρχει σε ένα χώρο και εγώ σε κάποιο άλλο χώρο από όπου απουσιάζει ο πατέρας μου, και ο πατέρας μου υπήρχε σε χρόνο που εγώ δεν υπήρχα και εγώ υπάρχω σε χρόνο όπου ο πατέρας μου δεν υπάρχει. Στον Θεό όμως η ουσία-φύση είναι η αυτή του Πατρός και όχι η ίδια του Πατρός, γιατί στον Θεό, ως άκτιστος, δεν συντρέχουν οι διενέργειες του χρόνου και του χώρου. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε κοινές τις ενέργειες, οι οποίες είναι της φύσεως. Δηλαδή όλοι πεινάμε, διψάμε, κουραζόμαστε, αγαπάμε κ.α. Έτσι οι άνθρωποι έχομε το κοινό της ίδιας φύσης και ενέργειας και διαφορετικό τον τρόπο της υπάρξεως της φύσης μας , το πρόσωπο. Δεν έχομε κοινωνία προσώπων γιατί είπαμε ότι το πρόσωπο δηλώνει το διαφορετικό, έχομε όμως κοινωνία φύσεων μέσω του κοινού των ενεργειών.
Συνεπώς οι άνθρωποι ζούμε σε κοινωνία μέσω του κοινού της φύσεως και ενέργειας και του διαφορετικού του προσώπου. Δηλαδή μπορούμε να κοινωνούμε παρόλο τις διαφορές που παρουσιάζουν τα πρόσωπα. Μπορούμε να κοινωνούμε παρά τις διαφορετικές απόψεις. Το να καταργήσομε τον τρόπο υπάρξεως του άλλου, επειδή είναι διαφορετικός από τον δικό μας, αυτό σημαίνει εξάλειψη του προσώπου και ολοκληρωτισμός. Δηλαδή σε μια κοινωνία μπορούν να συνυπάρχουμε παρόλο τη διαφορετικότητά μας άνδρας γυναίκα, διάφοροι πολιτισμοί, γλώσσες, φυλές, σύλλογοι κ. α. γιατί ως κοινή ενέργεια η αγάπη τους αλληλοπεριχωρεί όλους. Άλλωστε τα ετερώνυμα, τα διαφορετικά έλκονται και τα ομώνυμα, όμοια απωθούνται.