κανείς δε θ’ αντικρίσει
γιατί είναι ακατάληπτη
η θεία Του η φύση.
Βοά όμως η δόξα Του
που δύναται να κάνει
ν’ αντιβοούν τα σύμπαντα
στο φως και στο σκοτάδι.
Της δόξας αντιφέγγισμα
η χάρη του η μεγάλη
που δημιούργησε καλώς
με σύνεση και τάξη
και συντηρεί συνέχοντας
τα πάντα δίχως παύση.
Έτσι, σαν θέλει ο ουρανός
τη σκέπη του ν’ ανοίξει
θα φρίξουνε συθέμελα
βουνοί κι όλη η κτίση.
Θεού τ’ απερινόητα
της δόξας τα μεγάλα
που διηγούνται ανελλιπώς
ο ήλιος και τα άστρα,
οι άγγελοί Του ανυμνούν
απαύστως στα ουράνια
να αγάλλονται να ευφραίνονται
επίγεια κι επουράνια.
Στο θαυμαστό της κτίσεως
το παν που μαρτυρεί
πως ο Θεός υπήρχε
υπάρχει και θα ζει,
τη δόξα την αθάνατη
την ύψιστη κι αγία
της πανσοφίας του Θεού
που σαν αυτήν, καμία
της κτίσης όλα τα άλογα
κι αυτά την προσκυνούνε
καθώς στο θείο θέλημα
με σέβας υπακούνε.
Το μεγαλείο του Θεού
ο άνθρωπος της πτώσης
μονάχα αυτός, καταφρονεί
κι ας έχει νου και γνώσεις,
που με αδιαφορία
και σκοτισμένο νου
κι αχαριστία πλήρη
στα δώρα του Θεού,
προκλητικά κι ασύδοτα
ζητά και λαχταρά
του κόσμου τα εφήμερα
μονάχα ν’ αγαπά.
Ω, διανοίας άλωσις
και στένωσις καρδίας!
Ω! της ψυχής το έμπικρον
της αθεοφοβίας ,
που εαυτόν θεοποιεί
με σαλεμένη κρίση
και παραπορευόμενος
χωρίς Θεό και πίστη,
ηθελημένα αφήνεται
χωρίς φραγμούς να ζει
νομίζοντας αθάνατος
πως είναι εδώ στη γη!
Κι ενώ είναι πλασμένος
για πράγματα υψηλά
με τάση προς τη θέωση
και αιώνια χαρά,
πως φτάνει; πώς λογιάζει
το πλάσμα ν’ αδικεί
τον πλάστη του, που τού ’δωκε
και, πνεύμα και, ζωή;
Πώς τόσο αβασάνιστα
θαρσεί και αποτολμά
και ξεπουλά τα ατίμητα
κι ανέντροπα μετά
χλευάζει και κομπάζει
κι ω! πόσο δεν νογά
τι χάνει, τι θα χάσει
και δη παντοτινά;
11) Θεού το πρόσωπο σαν δει
στην άλλη τη ζωή
κοιτώντας το κατάματα
και, θέλοντας και μη,
στον Κύριο της δόξης
εμπρός, πώς θα σταθεί;
και στον Κριτή των πάντων
τι άραγε θα πει;