τα όμορφα νυχτέρια
μιας εποχής αλλοτινής
ξένοιαστης κι αθώας
με την κουβέντα να κυλά
ανάμεσά μας χαρωπά
με λόγια μεστωμένα
και χωρατά καμιά φορά
που έτρεφαν, μας γλύκαιναν
και μας καλοταξίδευαν
σε λογισμούς και όνειρα
της νιότης τα σπουδαία.
Το πνεύμα μας, ανήσυχο
φιλόσοφος ο νους
έκρινε, δεχότανε
και αβίαστα ασπαζότανε
απόψεις της ζωής.
Μια γοητεία αλλιώτικη
στη θύμηση αφημένη
στον νου μου απόψε σεργιανά
και ξαναζωντανεύει
τα χρόνια μας τα προτινά
τα απλά κι ευλογημένα
τα ήσυχα και ταπεινά
που ήταν μυρωμένα
με ήθος και σεμνότητα
κι αληθινή ουσία
με ανθρωπιά και οράματα
και λαϊκή σοφία.
Στο μίζερο “το σήμερα„
το γκρίζο από σχέσεις
που η μοναξιά περίσσεψε
και στέρεψαν οι λέξεις,
τα χρόνια εκείνα ανιστορούν
με ’πεθυμιά και λένε
πόσο καλά και όμορφα
γειτόνευε ο κόσμος
με σεβασμό και ευπρέπεια
σε μια κοινή πορεία
εμπιστοσύνης θαρρετής
κι ανάγκης για φιλία,
με τις καρδιές τους ανοιχτές
και τις ψυχές γεμάτες
με σπάνιες, αληθινές
και ζηλευτές αγάπες.
Όμορφο γειτόνεμα
άνθρωποι απλοί
σωστά μεγαλωμένοι
με πίστη κι αρετή,
ευχαριστούσαν στα πολλά
και δόξαζαν στα λίγα
με σύνεση κι απαντοχή
και αρχοντιά περίσσεια,
και, αυτάρκεις και ευγνώμονες
στην ίδια τη ζωή
μοιράζονταν και χαίρονταν
σχεδόν το κάθε τι.