Print this page

Μια ιστορική μορφή για τον Χριστιανισμό, ένας μεγάλος Άγιος της εκκλησίας μας.

Συντάκτης  Μάι 20, 2018

 

Γεννήθηκε στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας) στις 27 Φεβρουαρίου του 272.

Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός (Aurelius Valerius Constantius), που ανήκε πιθανόν σε οικογένεια Ιλλυριών, και η Ελένη (μετέπειτα Αγία Ελένη, η Ισαπόστολος), κόρη ξενοδόχου. Μέχρι την άνοδό του στο θρόνο οι διοικητικές και στρατηγικές του ικανότητες τον ανέδειξαν πρώτο και αγαπητό στους  πάντες.  

 Ως αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος θέσπισε πολλές διοικητικές, οικονομικές, κοινωνικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της αυτοκρατορίας. Έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:

-Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή   ανεξιθρησκίας. Έτσι, για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία του αυτοκράτορος (σημ. Ο Μ. Κωνσταντίνος δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται κάποιες φορές. Αυτό το έπραξε αρκετά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας  Θεοδόσιος). Με την κίνηση αυτή ο διορατικός Μέγας Κωνσταντίνος συνέχιζε την πολιτική του  Γαλέριου, που αντιλαμβανόμενος πως οι διωγμοί κάθε άλλο παρά συνέβαλλαν στην εδραίωση της εσωτερικής ειρήνης (Pax Romana), το   311 μ.Χ. τους κατέπαυσε με διάταγμα και εν συνεχεία στα Μεδιόλανα νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως «επιτρεπομένη θρησκεία», οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.

-Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη  Ρώμη στην  Κωνσταντινούπολη.

-Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας την πλέον καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξη της παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας. Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον χριστιανισμό εκδόθηκε το 311 από τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο άγριους διώκτες του. Το διάταγμα αυτό αναγνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. «Οι Χριστιανοί», έγραφε το διάταγμα, «μπορούν να υπάρχουν και να συναθροίζονται, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό, και υποχρεούνται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας, το καλό της πολιτείας και το δικό τους».

Από τα διάφορα μέτρα που θέσπισε μεγαλύτερη σημασία για τους χριστιανούς είχαν η επιστροφή της δημευμένης περιουσίας τους κατά τις περιόδους των διωγμών και το δικαίωμα που αποκτούσαν να αυξήσουν αυτή την περιουσία. Ο κάθε άνθρωπος επίσης θα μπορούσε πια να κληροδοτήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία πάλι αποκτούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς. Έτσι αναγνωριζόταν και η νομική υπόσταση της κάθε χριστιανικής κοινότητας. Ακόμη ο Κωνσταντίνος ενίσχυσε την ηθική θέση που είχαν οι επίσκοποι στις κοινωνίες τους. Τους παραχώρησε το δικαίωμα να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές του ποιμνίου τους, όχι με την ιδιότητα του δικαστή, αλλά περισσότερο ως διαιτητές. Οι αποφάσεις των επισκοπικών δικαστηρίων αναγνωρίζονταν από το κράτος, ακόμη και για θέματα μη εκκλησιαστικά. Η επισκοπική δικαιοδοσία, όπως λεγόταν, ήταν μία ευνοϊκή για τους Χριστιανούς θεσμοθέτηση, αφού οι Χριστιανοί είχαν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους επισκόπους από ότι στους δικαστές τις πολιτείας. Επίσης οι επίσκοποι απαλλάχτηκαν από όλες τις δημόσιες υποχρεώσεις και τα οικονομικά βάρη που τους αντιστοιχούσαν. Επιπλέον μέτρα ήταν η απαγόρευση της εργασίας την Κυριακή, καθώς και σε άλλες μεγάλες κατά τους Χριστιανούς γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι αυτοκρατορικές χορηγίες, με τις οποίες ανεγέρθηκαν χριστιανικοί ναοί. Μεταξύ αυτών των ναών είναι και οι χριστιανικοί ναοί της Ανάστασης, της Γέννησης και του Όρους των Ελαιών στους χριστιανικούς Αγίους Τόπους.

Με όλα αυτά τα θεσπίσματα, και παρόλο που ο ίδιος ήταν κατηχούμενος στο Χριστιανισμό, ο Κωνσταντίνος διατήρησε το αξίωμα τού pontifex maximus της κύριας θεότητας του ρωμαϊκού κράτους, του Δία, που αποτελούσε το ανώτατο αξίωμα της αυτοκρατορικής θρησκείας που ασκούσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις «Ημέρα του Ήλιου» (Dies Solis) και «Ανίκητος Ήλιος» (Sol Invictus). Είναι δε βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε υποστηρικτής της  λατρείας του ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφιέρωση του αυτή στον Ήλιο από την οικογένειά του.  Δεν στέρησε τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας από τα δικαιώματά τους ούτε έπαψε παράλληλα να στηρίζει την παραδοσιακή θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, σεβάστηκε τα προνόμια που είχαν δοθεί στις Εστιάδες παρθένες, το κράτος εξακολουθούσε να καλύπτει τα έξοδα για τις διάφορες γιορτές και τελετές των εθνικών, στα νομίσματα παρέμειναν για αρκετά χρόνια τα συναφή σύμβολα, ενώ η μετάπτωση από το αρχαίο στο Χριστιανικό γινόταν σταδιακά..

Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία οι πληροφορίες πως ο Κωνσταντίνος κατέστρεψε ναούς της παραδοσιακής θρησκείας δεν ευσταθούν και δεν μπορούν να εξακριβωθούν με βεβαιότητα ούτε από τα ιστορικά γεγονότα ούτε από την πολιτική σκέψη του Κωνσταντίνου. Επιπλέον, είναι σημαντικό το γεγονός ότι στα χρόνια του Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός μπορεί να είχε εξαπλωθεί σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όμως οι εθνικοί εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων της. Δεν θα μπορούσε λοιπόν ο αυτοκράτορας να στραφεί εναντίον των υπηκόων του τόσο απροκάλυπτα. Άλλωστε, ακόμη και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια η γυναίκα του και ο γιος του παρέμεναν πιστοί στους θεούς της Ρώμης. Ακόμη, το πρωταρχικό κίνητρο του Κωνσταντίνου, όταν νομιμοποίησε το Χριστιανισμό, ήταν η ομόνοια μεταξύ των πολιτών. Θα ήταν λοιπόν ενάντια στην πολιτική του να ξεκινήσει καινούργιο κύκλο αντιπαραθέσεων και διωγμών, αυτή τη φορά σε βάρος των ειδωλολατρών.

Οι κατεδαφίσεις αρχαίων ναών που πρέπει να διέταξε είναι αυτές στα Ιεροσόλυμα, όπου κατεδαφίστηκε ο ναός της Αφροδίτης από το λόφο του Γολγοθά, για να κτιστεί ο ναός της Ανάστασης. Αυτοί οι τόποι όμως είχαν αποσυνδεθεί πλήρως από τη ρωμαϊκή λατρεία και είχαν χαρακτηριστεί ως άγιοι και θεοβάδιστοι για τους χριστιανούς, ιδιαίτερα ύστερα από τις εκτεταμένες ανασκαφές που διεξήγαγε η Αγία Ελένη, συνεπώς σε αυτούς αποδόθηκαν]. Ακόμη, έκλεισε θρησκευτικά κέντρα ηθικά επιλήψιμων θεοτήτων, όπως της Αστάρτης και απαγόρευσε την τέλεση νυχτερινών και μυστικών θυσιών, καθώς αυτές δεν μπορούσαν να ελεγχθούν για τα δρώμενα που επιτελούσαν οι συμμετέχοντες σε αυτές. Αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη ειδωλολατρικών ναών λεηλατήθηκαν από τους ναούς και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για τον καλλωπισμό της από τον Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος, ακολουθώντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του πατέρα του, είχε υιοθετήσει τον ενοθεϊσμό, την πίστη δηλαδή σε έναν υπέρτερο θεό και στην ύπαρξη άλλων μικρότερων θεοτήτων. Λάτρευε ως ύψιστο θεό το θεό Ήλιο (Απόλλωνα) και τη θεά Νίκη με σαφή συγκρητισμό, με ανάμειξη δηλαδή στοιχείων από την αρχαία ελληνική θρησκεία και από ανατολικές θρησκείες. Το πέρασμα από τον ενοθεϊσμό στο μονοθεϊσμό δεν θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Ίσως ο Κωνσταντίνος δυσκολεύτηκε να υποτάξει την ορμητική του προσωπικότητα στο ασκητικό και συγχωρητικό πνεύμα του Χριστιανισμού. Η αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο πρέπει να θεωρηθεί όχι ως γεγονός που έλαβε χώρα εν μιά νυκτί, αλλά μάλλον ως μια πορεία ζωής που ολοκληρώθηκε με τη βάπτισή του την ημέρα του θανάτου του.

Εξαιρετικής σημασίας είναι το γεγονός πως με τον Κωνσταντίνο πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τον αυτοκράτορα-θεό στον ελέω θεού αυτοκράτορα. Η πεποίθηση αυτή σφραγίζει όλο το Μεσαίωνα της Ευρώπης και αναπόφευκτα επηρεάζει και την πολιτική σκέψη. Στην πολυθεϊστική παραδοσιακή θρησκεία της Ρώμης ο αυτοκράτορας ήταν ένας ακόμη θεός επί γης και έπειτα από το θάνατό του επέστρεφε στο Πάνθεο. Στο μονοθεϊστικό χριστιανισμό αυτή η θεωρία ήταν εξ ορισμού ασύμβατη. Έτσι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προσδιόρισε το ρόλο του χριστιανού αυτοκράτορα ως του ανθρώπου που θέσει υποχρεούται να φροντίζει τους πιστούς της νέας θρησκείας. Μιλώντας σε κάποιους επισκόπους, διαχώρισε το έργο του αυτοκράτορα από αυτό του επισκόπου. Χαρακτηριστική είναι η προτροπή του προς τους υπηκόους του και τους αξιωματούχους του να ασπαστούν το Χριστιανισμό και η άποψή του ότι πρέπει να βοηθήσει τους επισκόπους στη διάδοση της θρησκείας τους. Ο ίδιος πίστευε ότι ο Θεός τού είχε αναθέσει την ειδική αποστολή να φέρει την αρμονία στο κράτος και την εκκλησία. Η εκκλησία, αντίστοιχα, τον θεωρούσε δούλο Θεού και την μεταστροφή του θεία ενέργεια που αποσκοπούσε στην επέκταση του χριστιανισμού. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο χριστιανισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται.

Μελανά σημεία για τον Κωνσταντίνο η εκτέλεση του γιού του Κρίσπου και της γυναίκας του Φαύστας. O ιστορικός Ευσέβιος,  στο εγκώμιο του Κωνσταντίνου, που συνέθεσε από μεταγενέστερα αντίγραφα της Historia Ecclesiastica του, και της Vita Constantini δεν συμπεριλαμβάνει αναφορές στη Φαύστα ή στον Κρίσπο. Λίγες αρχαίες πηγές προτίθενται να αναλύσουν τα πιθανά κίνητρα για αυτά τα γεγονότα. Αυτές οι λίγες πηγές, που προσφέρουν μη πειστικές εξηγήσεις, είναι πιο πρόσφατης προέλευσης, και είναι γενικά αναξιόπιστες. Τα θετικά έργα του όμως υπερίσχυσαν των αρνητικών

Ο Κωνσταντίνος απεβίωσε το 337 μ.Χ. Τόσο το έργο του όσο και ο ίδιος έτυχαν μιας σπάνιας εκτιμήσεως από πολλές πλευρές. Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευτρόπιος, θεοποίησε τον Κωνσταντίνο. Η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και ισαπόστολο.

 

 

Αλέξανδρος Τρομπούκης

Γεννήθηκε στη Βέροια Ημαθίας (1954).Είναι Υποστράτηγος ε.α. Από το 2010 διδάσκει την Πολιτική Άμυνα στη Σχολή Επιμόρφωσης της ΕΛΑΣ στη Βέροια. Από το 2004 παρουσιάζει εκπομπή με ιστορικά θέματα στο ραδιοφωνικό σταθμό '' Παύλειος Λόγος''. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά.

Email Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.