Αυτούς τους λογισμούς οι Πατέρες τους ονόμασαν προλήψεις, οι οποίες ταλαιπωρούν τον αγωνιζόμενο χριστιανό.[1]
Παρατηρείται μία αστάθεια πορείας, μετατοπίζεται το επίκεντρο της προσοχής του, ενώ δημιουργείται ένας ψυχικός διχασμός και εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες οδηγούν τον άνθρωπο και σε ενοχικό σύνδρομο.
Όταν πέφτει αισθάνεται ένοχος και γεμίζει με φοβίες.
Όταν επιστρέψει αναζητά να φύγει, γιατί πολύ απλά, ποτέ δεν επέστρεψε ουσιαστικά. Θυμίζει τον πρεσβύτερο υιό της παραβολής του Ασώτου, που τα είχε όλα, αλλά του έλειπε η ουσιαστική σχέση και με τον Πατέρα, αλλά και με τον ίδιο του τον αδελφό.[2]
Ο άνθρωπος βιώνει έναν μετεωρισμό, ανάμεσα σε Χριστό και το κοσμικό φρόνημα. Υπάρχει ένα δίπολο ανάμεσα στην πνευματική ζωή και τις εμπαθείς προσκολλήσεις.
Ο μέσος άνθρωπος, χρόνια τώρα προσπαθεί να ικανοποιήσει την υπαρξιακή του ανασφάλεια, με «παραισθησιογόνα» κάποια υποκατάστατα ηδονής, τα οποία κι αυτά με τη σειρά τους, τον οδηγούν σε περισσότερη σύγχυση, ενώ τον αποσπούν από τον πνευματικό αγώνα, που προσπαθεί δειλά-δειλά να κάνει.
Σ' αυτή την αστάθεια, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι συγγενείς και οι φίλοι, που πολλές φορές η πρόθεσή τους είναι να μας αποτρέπουν από τα εκκλησιαστικά πράγματα, είτε γιατί βλέπουν την Εκκλησία ως μουσείο, είτε γιατί φοβούνται να μην γίνουμε καλόγεροι και καλόγριες.
Ένα καθοριστικό σημείο που ενισχύει αυτή την παλινδρόμηση, είναι και το γεγονός της ατελής επιστροφής που κάναμε,
Δηλαδή μία πιθανή εξομολόγηση χωρίς βάθος, με «κηλίδες» του παρελθόντος, που έμειναν ανεξομολόγητες και τις περισσότερες φορές, χωρίς πραγματική μετάνοια.
Τεράστιο ζήτημα επίσης για τη δημιουργία αυτής της σύγχυσης, είναι και το επίπεδο της κατήχησης, που συνήθως είναι ασθενές ή και ανύπαρκτο και επιβαρύνει σημαντικά αυτήν την παλινδρόμηση.
Φυσικό επακόλουθο, από τη στιγμή που δεν είχε «θεμελιωθεί» πνευματικά από την παιδική του ηλικία και οι πνευματικές καταβολές του, έμοιαζαν από άλλο «πλανήτη».
Ο κοσμικά «δεμένος», δείχνει δυσπροσάρμοστος σε διαφορετικά επίπεδα ζωής, σε σχέση με τα προηγούμενα, τα οποία ήταν «ρηχά» σε πνευματικό επίπεδο, ενώ δείχνει ανίσχυρος να μείνει ανεπηρέαστος, από τις «σειρήνες» των αισθήσεων και της καλοπέρασης.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ένα δεδομένο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα.
Η πνευματική κατάσταση, πρέπει να είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη και αυξανόμενη, διότι αν δεν αυξάνει, ακολουθεί η ελεύθερη πτώση και κατόπιν, δυσκολευόμαστε να επανέλθουμε.
Η εμπειρία της Εκκλησίας μας δείχνει, ότι συνήθως δεν υπάρχει στασιμότητα σ' ένα πνευματικό επίπεδο.
Ο άνθρωπος πρέπει να φιλοσοφήσει με σοβαρότητα το δεδομένο της υπάρξεώς του και την εξέλιξη που μπορεί να έχει, μέσα από τη νοηματοδότηση που θα του ανοίξει ορίζοντες αιωνιότητας. Αυτό το προσφέρει η εν Χριστώ ζωή.
Η νοηματοδότηση αυτή εγείρει ένα νέο τρόπο ζωής, ενώ ταυτόχρονα διώχνει μακριά τα συμπλέγματα που τον καθηλώνουν σε κατάσταση πνευματικής ύφεσης.
Για να βγει όμως από το δύσβατο μονοπάτι που οδηγεί την ύπαρξή του, πρέπει να κινηθεί αποφασιστικά, δηλαδή να δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες, κάνοντας μία εσωτερική διεργασία σε βάθος με τη βοήθεια του πνευματικού, με την οποία θα οδηγηθεί σε πνευματική καρποφορία και σιγά-σιγά θα μπει στη σχέση μετά του Θεού.
Σ' αυτό βοηθά η καθαρή και γενική εξομολόγηση, η οποία έχει την ιδιότητα να κλείνει πληγές του παρελθόντος, σύμφωνα με τον Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη.[3]
Τι είναι πιο ισχυρό για να κερδίσει το σύγχρονο άνθρωπο τελικά;
Η εμπαθής προσκόλληση στον αισθητό κόσμο και η θεοποίησή του, ή η πρόταση του Χριστού για αφθαρσία, ελευθερία από το θάνατο και αιώνια μακαριότητα.
Καταληκτικά θα λέγαμε, ότι η αφιέρωση ολόκληρης της ύπαρξής μας στο Θεό είναι το ζητούμενο και όχι «αποφάγια» μίας μισο-αποτεφρωμένης έμψυχης οντότητας, που την έκαψε η φωτιά της άσκοπης τριβής στα φθαρτά.
Αυτή δυστυχώς είναι η ζοφερή εικόνα, της ζωής του μέσου ανθρώπου.
Ή το αποφασίζεις και αφιερώνεσαι, ή βιώνεις την τραγωδία του μετεωρισμού και της αμφιβολίας που σε εξουθενώνει, μέσα σε ένα ενοχοποιητικό σύνδρομο, μίας σχεδόν ανύπαρκτης σχέσης με το Χριστό, εφόσον φυσικά παλινδρομούμε.
Η υπαρξιακή περιπλάνηση μέσα στην αβεβαιότητα, καταλήγει σε θολά διλήμματα, που δεν μας επιτρέπουν να αντικρίσουμε το αυτονόητο. Το Χριστό.
Όταν ο άνθρωπος, εστιάζει σε δύο ασυμβίβαστους προσανατολισμούς χάνεται. Και μέσα στη σύγχυση που μας διακατέχει, δεν έχουμε καταλάβει ότι το ένα αποκλείει το άλλο.
Όπως τόνιζε και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, οφείλουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στα δύο. Το Χριστό ή την άρνησή του. Δεν μπορούμε όμως να μην επιλέξουμε.
[1] Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης PG 88,932
[2] Λκ. (ιε΄ 11- 32)
[3] Το χάρισμα της διάκρισης στην ορθόδοξη πνευματική καθοδήγηση σελ.105-107
Εκδ. «Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος» Μήλεσι 2011